εὔπνους

εὔπνους
εὔπνους
breathing well
masc/fem nom pl
εὔπνους
breathing well
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εύπνους — ουν (ΑΜ εὔπνους, ουν, Α και ἐϋπνοος, οον) 1. αυτός που αναπνέει καλά, φυσιολογικά αρχ. 1. αυτός που παρέχει ελεύθερη δίοδο στον αέρα 2. (για οικήματα, δέντρα ή τόπους) αυτός που αερίζεται άφθονα, που είναι εκτεθειμένος στον αέρα 3. (για τον αέρα) …   Dictionary of Greek

  • εὔπνουν — εὔπνους breathing well masc/fem acc sg εὔπνους breathing well neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐύπνοον — εὔπνους breathing well masc/fem acc sg (epic) εὔπνους breathing well neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπνοις — εὔπνους breathing well masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπνου — εὔπνους breathing well masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπνων — εὔπνους breathing well masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐύπνοα — εὔπνους breathing well neut nom/voc/acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπνοον — εὔπνοος breathing well masc/fem acc sg εὔπνοος breathing well neut nom/voc/acc sg εὔπνους breathing well masc/fem acc sg εὔπνους breathing well neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπνοώ — εὐπνοῶ, έω (Α) [εύπνους] πνέω καλά ή εύκολα …   Dictionary of Greek

  • εύπνοια — η (ΑΜ εὔπνοια και ποιητ. τ. ἐϋπνοΐη) 1. ελεύθερη πνοή, καλή αναπνοή 2. ύπαρξη ευνοϊκών ή υγιεινών ανέμων 3. ιατρ. η κανονική, η φυσιολογική αναπνοή νεοελλ. μσν. ευάρεστη οσμή, ευωδία αρχ. 1. τόπος ευάερος που προσβάλλεται από ανέμους 2. ευκολία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”